Η στυτική δυσλειτουργία και η καρδιαγγειακή νόσος έχουν μια δεδομένη και αναγνωρισμένη σχέση. Πολλές σημαντικές διεθνείς μελέτες αναφέρουν αξιόλογα ποσοστά ασθενών με καρδιαγγειακές παθήσεις, οι οποίοι εμφανίζουν ταυτόχρονα και προβλήματα στύσης.
Αν λάβουμε υπόψη μας την έκταση των καρδιακών παθήσεων, αντιλαμβανόμαστε ότι το παραπάνω πρόβλημα απασχολεί ένα μεγάλο αριθμό ανδρών. Ταυτόχρονα έχει γίνει εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με την ασφάλεια της σεξουαλικής δραστηριότητας στους πάσχοντες από καρδιαγγειακή νόσο. Επίσης έχουν καλλιεργηθεί διάφοροι μύθοι σχετικά με την χορήγηση των φαρμάκων για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας στους ασθενείς αυτούς.
Πρώτα από όλα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι δύο παθήσεις μοιράζονται πολλούς κοινούς αιτιολογικούς παράγοντες. Το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία, η παχυσαρκία προκαλούν οξειδωτικό stress με αποτέλεσμα την δημιουργία ενδοθηλιακής νόσου και την βλάβη των αγγείων τα οποία τροφοδοτούν με αίμα τα όργανα του σώματος.
Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση τόσο στεφανιαίας νόσου, όσο και στυτικής δυσλειτουργίας. Για αυτόν τον λόγο βλέπουμε ασθενείς οι οποίοι έχουν περάσει κάποιο έμφραγμα, είτε γενικά πάσχουν από καρδιαγγειακή νόσο να παρουσιάζουν και στυτικές διαταραχές.
Σημαντικό ρόλο παίζει και ο ψυχολογικός παράγοντας, γιατί έχει παρατηρηθεί ότι ασθενείς μετά από έμφραγμα παρουσιάζουν ως κύρια ψυχολογική επίπτωση το φόβο και το άγχος, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να επανακτήσουν την σεξουαλική τους δραστηριότητα. Επίσης πολλές φορές η σύντροφος φοβάται και αποθαρρύνει τον σύντροφο της να έχει σεξουαλική ζωή, για να μην εμφανιστεί το καρδιακό πρόβλημα ξανά.
Πρέπει να αναφερθεί ότι η σεξουαλική δραστηριότητα δεν προκαλεί πιο πολύ stress από ότι μία συγκρίσιμη δραστηριότητα της καθημερινής ρουτίνας. Επίσης, σύμφωνα με μελέτες το σεξ συμβάλλει μόνο στο 1% των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου.
Τελειώνοντας θα πρέπει να πούμε ότι η στυτική δυσλειτουργία μπορεί να αποτελεί πρόδρομο σημάδι και καμπανάκι κινδύνου για την στεφανιαία νόσο. Για αυτό τον λόγο ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία και αγγειακούς παράγοντες κινδύνου θα πρέπει να υποβάλλονται και σε καρδιολογικό έλεγχο για πιθανή ύπαρξη στεφανιαίας νόσου.
Μάλιστα σε μελέτη που κάναμε σε συνεργασία με την Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική βρήκαμε ότι ασθενείς χωρίς καρδιολογικό ιστορικό και εμφανή καρδιολογικά προβλήματα, αλλά με στυτική δυσλειτουργία αγγειακού τύπου παρουσίαζαν σε ποσοστό 25% στεφανιαία νόσος χωρίς να το γνωρίζουν. Οι ασθενείς αυτοί διόρθωσαν πρώτα το καρδιολογικό τους πρόβλημα και στην συνέχεια έλαβαν θεραπεία και για την διαταραχή της στύσης που παρουσίαζαν.
Σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, η θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας στους καρδιοπαθείς γίνεται αφού χωριστούν σε 3 κατηγορίες, χαμηλού, μέσου και υψηλού κινδύνου.
Στην πρώτη κατηγορία (χαμηλού κινδύνου) ανήκουν ασθενείς με ελεγχόμενη υπέρταση, ήπια σταθερή στηθάγχη, παλαιό μη επιπεπλεγμένο έμφραγμα, επιτυχή επέμβαση επαναγγείωσης και με ήπια βαλβιδική νόσο. Οι ασθενείς αυτοί μπορούν να λάβουν θεραπεία για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας, ξεκινώντας με τα φάρμακα από το στόμα, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος με την προϋπόθεση ότι θα υποβάλλονται σε έλεγχο κάθε 6-12 μήνες.
Στην δεύτερη κατηγορία (μέσου κινδύνου) ανήκουν ασθενείς με περισσότερους από 3 παράγοντες κινδύνου, μέση σταθερή στηθάγχη, πρόσφατο έμφραγμα ( 2-6 εβδομάδων ), περιφερική αγγειακή νόσο και μέσης βαρύτητας καρδιακή ανεπάρκεια. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να υποβληθούν σε ειδικό καρδιαγγειακό έλεγχο και να ενταχθούν στην συνέχεια στην πρώτη ή στην τρίτη κατηγορία.
Στην τρίτη κατηγορία (υψηλού κινδύνου) ανήκουν ασθενείς με ασταθή στηθάγχη, μη ελεγχόμενη υπέρταση, πρόσφατο έμφραγμα (< 2 εβδομάδες ), υψηλού κινδύνου αρρυθμία, υπερτροφική καρδιομυοπάθεια, μέση και σοβαρή βαλβιδική νόσο και βαριά καρδιακή ανεπάρκεια. Στους ασθενείς αυτούς πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστεί η καρδιακή νόσος και αφού σταθεροποιηθούν να λάβουν θεραπεία για την στυτική δυσλειτουργία.
Πρέπει να τονισθεί ότι τα φάρμακα για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας όχι μόνο δεν βλάπτουν την καρδιά αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχουν και ευεργετική δράση στην καρδιακή λειτουργία. H αντιμετώπιση σε περίπτωση στυτικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με καρδιολογικές παθήσεις περιλαμβάνει:
1. Φάρμακα από το στόμα (σιλδεναφίλη, ταδαλαφίλη, βαρδεναφίλη): αντένδειξη για την λήψη των φαρμάκων αυτών είναι η χρήση των φαρμακευτικών σκευασμάτων της κατηγορίας των νιτρωδών τα οποία είναι φάρμακα που λαμβάνουν συχνά οι άνδρες με καρδιακά νοσήματα.
2. Ενδοπεικές ενέσεις τις οποίες ο ασθενής μαθαίνει να κάνει μόνος του.
3. Τον τελευταίο καιρό έχουμε και μια καινούργια και επαναστατική θεραπεία η οποία δεν χρειάζεται ούτε φάρμακα, ούτε κάποια χειρουργική πράξη. Πρόκειται για την χρήση κρουστικών κυμάτων τα οποία μέσω νεοαγγειογέννεσης αναπλάθουν το αγγειακό δίκτυο του πέους και δίνουν μόνιμη λύση στο πρόβλημα της στυτικής δυσλειτουργίας. Αποτελεί μια θεραπεία ασφαλή, με υψηλή αποτελεσματικότητα, χωρίς παρενέργειες και με αποτελέσματα μόνιμου θεραπευτικού χαρακτήρα.
4. Τοποθέτηση ενδοπεικών προθέσεων η οποία γίνεται με χειρουργική επέμβαση και ο ασθενής πρέπει να παραμείνει μία μέρα στο νοσοκομείο.
Dr. Θάνος Ε. Ασκητής Νευρολόγος – Ψυχίατρος Διδάκτωρ Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών Πρόεδρος Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας (210 7.78.98.90)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου