14/10/11

8 ποτήρια ημερισίως: Μύθος ή αλήθεια;

Το νερό είναι το κύριο συστατικό του ανθρώπινου σώματος, αφού αποτελεί πάνω από το 50% του βάρους σε όλες … τις ηλικίες.

Η σημασία της επαρκούς ενυδάτωσης του σώματος είναι προφανής αν αναλογιστεί κανείς ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς νερό πάνω από μερικά εικοσιτετράωρα, ενώ ο χρόνος αντοχής σε συνθήκες έλλειψης τροφής μπορεί να φτάσει και τις 50 ημέρες.



Από τι εξαρτώνται οι ημερήσιες ανάγκες σε νερό;



Οι ανάγκες του κάθε ατόμου σε νερό/υγρά εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, η κατάσταση της υγείας, η θερμοκρασία και το επίπεδο υγρασίας του περιβάλλοντος, το κλίμα και η ενεργειακή πρόσληψη και δαπάνη.


Η περιεκτικότητα του ανθρώπινου σώματος σε νερό μειώνεται με την ηλικία. Στο έμβρυο το 90% του βάρους είναι νερό, ενώ στα βρέφη, τους ενήλικες και τους υπερήλικες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 75%, 60% και 55%. 


Μια άλλη παράμετρος που επηρεάζει σημαντικά το επίπεδο υδάτωσης είναι η σύσταση σώματος, ειδικότερα η αναλογία μυϊκού και λιπώδους ιστού. Άτομα με αυξημένο λιπώδη ιστό (π.χ. γυναίκες, άτομα που δεν αθλούνται, παχύσαρκοι) έχουν χαμηλότερα σωματικά υγρά.



Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ότι ο λιπώδης ιστός συγκρατεί σημαντικά λιγότερο νερό από ότι ο μυϊκός. Επίσης παθολογικές καταστάσεις όπως ο πυρετός, ο εμετός και η διάρροια αυξάνουν σημαντικά τις απώλειες υγρών, ενώ ορισμένες ασθένειες (π.χ. κάποιες μορφές νεφροπάθειας) προκαλούν κατακράτηση υγρών.



Σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας (π.χ. τους καλοκαιρινούς μήνες), οι ανάγκες είναι επίσης αυξημένες και η πρόσληψη υγρών θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αφυδάτωσης και θερμοπληξίας. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα που αθλούνται στα οποία η αναπλήρωση υγρών θα πρέπει να γίνεται έγκαιρα με την κατανάλωση επαρκούς ποσότητας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση.



Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι η πρόσληψη υγρών να γίνεται σε μικρές ποσότητες και ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε ο τελικός όγκος να καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες. Έτσι ο οργανισμός αξιοποιεί στο μέγιστο τα προσλαμβανόμενα υγρά ενώ παράλληλα αποφεύγονται συμπτώματα δυσφορίας.



Σε υγιή άτομα μικρή απόκλιση από τις ημερήσιες ανάγκες υγρών δεν ενέχει κινδύνους, αφού εξισορροπείται με αντίστοιχη ρύθμιση της απώλειας ούρων και ιδρώτα. Η αίσθηση της δίψας αρχίζει να αναπτύσσεται όταν έχουμε απώλεια υγρών πάνω από 1% του σωματικού βάρους.



Αν το σωματικό βάρος μειωθεί πάνω από 5% λόγω αφυδάτωσης τότε παρατηρούνται συμπτώματα όπως αύξηση της αρτηριακής πίεσης, εξάντληση, πονοκέφαλος, μειωμένη αντοχή και συγκέντρωση, ενώ αν το ποσοστό ξεπεράσει το 20% μπορεί να επέλθει ακόμα και θάνατος. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η αίσθηση της δίψας δεν είναι πάντα επαρκής ένδειξη για το επίπεδο υδάτωσης του σώματος ειδικά στα βρέφη, τα μικρά παιδιά, τους υπερήλικες και τους αθλητές.



Το χρώμα των ούρων αποτελεί ένα χρήσιμο δείκτη για το επίπεδο υδάτωσης: τα σκούρα (και άρα πυκνά) ούρα αποτελούν ένδειξη ανεπαρκούς ενυδάτωσης ενώ τα ανοιχτόχρωμα υποδεικνύουν επάρκεια σε υγρά.



Τελικά, πόσο νερό πρέπει να πίνω;



Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Οι ανάγκες σε υγρά εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου (φύλο, ηλικία, σύσταση σώματος, επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, ενεργειακή πρόσληψη, κατάσταση της υγείας) και τις περιβαλλοντικές συνθήκες (θερμοκρασία, κλίμα, υγρασία).

Οι συστάσεις για πρόσληψη υγρών για άτομα που κάνουν καθιστική ζωή και ζουν σε εύκρατο κλίμα ανέρχονται στα 6-8 φλιτζάνια πόσιμων υγρών (νερού και άλλων ποτών) ημερησίως. Προσλήψεις αυτής της τάξεως θεωρείται ότι καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες στο γενικό πληθυσμό και έχουν συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο χολολιθίασης, νεφρολιθίασης και ορισμένων μορφών καρκίνου.



Επομένως η επί χρόνια η επικρατούσα άποψη ήταν ότι πρέπει να πίνουμε «τουλάχιστον 8 ποτήρια νερό την ημέρα» φαίνεται μάλλον υπερβολική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα άτομα που καταναλώνουν ευχάριστα την ποσότητα αυτή θα πρέπει να περιορίσουν την πρόσληψή τους.


Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι πέρα από το νερό, ποτά όπως τα αναψυκτικά, οι χυμοί, τα αλκοολούχα ποτά κλπ αποτελούν σημαντικές πηγή ενέργειας (θερμίδων) και μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του σωματικού βάρους. 


Επιπλέον πολλά από τα ποτά αυτά περιέχουν σημαντικές ποσότητες σακχάρων ή/και διοξειδίου του άνθρακα (ανθρακικού) τα οποία ευνοούν την τερηδόνα.



Σε ότι αφορά τον καφέ και το αλκοόλ, η πρόσληψή τους συνεισφέρει μεν στην πρόσληψη υγρών όμως δε θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση. Σύμφωνα με τις παρούσες συστάσεις η μέτρια κατανάλωση καφέ (έως 3 φλιτζάνια ημερησίως) και αλκοόλ (έως 1 ποτό την ημέρα οι γυναίκες και έως 2 οι άντρες) θεωρείται ασφαλής.



Συνεπώς φαίνεται ότι 6-8 φλιτζάνια υγρών ημερησίως είναι αρκετά όμως θα πρέπει να δίνεται προσοχή στο είδος των ποτών που καταναλώνονται, έχοντας κατά νου ότι το νερό είναι συνήθως η καλύτερη και πιο φυσική επιλογή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου